- λατινίζω
- (Μ λατινίζω) [Λατίνος]1. μιμούμαι τους Λατίνους ως προς τη γλώσσα ή τα ήθη και έθιμα2. ασπάζομαι τα δόγματα τής δυτικής, Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, τών Ρωμαιοκαθολικών, είμαι επηρεασμένος από τον Ρωμαιοκαθολικισμό.
Dictionary of Greek. 2013.